Στο Santiago για ανασυγκρότηση και κάθοδος προς Παταγονία

Η κακή ψυχολογία και η κούραση φαινόταν να υποχωρούν. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το τριήμερο χαλάρωσης στην Mendoza αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν πιστεύω η προσμονή για την είσοδο μας στην Παταγονία. Είχαμε πλησιάσει πολύ. Από την Mendoza αν ακολουθούσαμε την ruta 40 θα φθάναμε μετά από περίπου 530 χιλιόμετρα στα σύνορα της Neuquen που είναι η πρώτη παταγονική επαρχία που συναντά κανείς στη δυτική πλευρά της Αργεντινής καθώς κατευθύνεται νότια. Όμως πρώτα έπρεπε να φροντίσουμε τη μοτοσικλέτα η οποία χρειαζόταν ένα ζευγάρι καινούρια λάστιχα και φρέσκα λάδια.

Τα Heidenau K60 Scout είχαν αποδειχθεί μια αρκετά καλή επιλογή για αυτού του είδους το ταξίδι, όπου το κύριο μέλημα είναι μια αποδεκτή συμπεριφορά σε όλα τα τερέν και ταυτόχρονα η μεγάλη αντοχή σε σκληρή χρήση και η διάρκεια. Από το ξεκίνημα είχαμε συμπληρώσει σχεδόν 18.000 χιλιόμετρα. Το πίσω ελαστικό είχε φθαρεί αρκετά και είχε βγάλει σκισίματα στο πέλμα του. Μας περίμεναν ακόμα χοντρικά δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα εκ των οποίων περίπου δυο χιλιάδες σε χωματόδρομους με αρκετή πέτρα, οπότε η αλλαγή ήταν επιτακτική.

Το θέμα με τα λάστιχα των μεγάλων ον-οφφ είναι πως είναι δυσεύρετα στις επαρχίες της Αργεντινής και το κόστος τους είναι εξωφρενικό συγκριτικά με την Ελλάδα. Το μοναδικό χωμάτινο ελαστικό σε κατάλληλη διάσταση (κυρίως για τον πίσω τροχό) που μπορούσαμε να βρούμε ήταν το TKC 80 έναντι 450 ευρώ! Στην Χιλή τα πράγματα είναι καλύτερα με περισσότερες επιλογές και πιο προσιτές τιμές. Είχαμε εντοπίσει K60 Scout στο Santiago μέσω ίντερνετ και μετά από ανταλλαγή μερικών email θα μας κρατούσαν ένα ζευγάρι στο υποκατάστημα της Motoaventura. Η παράκαμψη που θα κάναμε δεν θα μας έβγαζε πολύ εκτός προγράμματος μιας και μετά το Santiago θα μπορούσαμε να καλύψουμε έδαφος κινούμενοι γρήγορα για μια-δυο μέρες στην εθνική οδό. Έτσι και αλλιώς το αντίστοιχο κομμάτι της ruta 40 στο υπόλοιπο της επαρχίας Mendoza ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του, με βάση τις πληροφορίες μας, βαρετό και εντελώς αδιάφορο.

Διασχίσαμε τη πεδιάδα Lujan de Cuyo με τους αναρίθμητους αμπελώνες στα νότια της Mendoza για να πιάσουμε την ruta 7 προς τα σύνορα. Σύντομα άρχισε να ξεπροβάλει στον ορίζοντα ο τεράστιος γρανιτένιος όγκος των Άνδεων που σταδιακά γέμισε το οπτικό μας πεδίο από άκρη σε άκρη. Στο κέντρο θρονιασμένο ένα επιβλητικό βουνό, η κορυφή Aconcagua, η 2η υψηλότερη του κόσμου στα 6.960 μέτρα. Εκείνη η εικόνα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν η τελευταία φορά στο ταξίδι μας που βλέπαμε τις Άνδεις σε τέτοια κλίμακα, σε όλη τους την μεγαλοπρέπεια, έφερε ένα κόμπο στο λαιμό και ένα συναίσθημα δέους. Όπως είχε συμβεί σχεδόν 3 μήνες πριν, τότε που για πρώτη φορά αντικρίσαμε την μεγαλύτερη οροσειρά του πλανήτη να στέκεται στην πορεία μας.

Η διαδρομή εκείνης της ημέρας, από την Mendoza προς Santiago, περνά από το διασυνοριακό paso Libertadores σε υψόμετρο 3.200 μέτρων. Αν και δεν είναι από τα ψηλότερα ορεινά περάσματα στις Άνδεις, είναι εξίσου κρύο και ανεμοδαρμένο. Κατά τα άλλα, η διαδρομή είναι απολαυστική προσφέροντας λίγο από όλα. Πριν το συνοριακό σταθμό θέλαμε να ανεβούμε λίγο ψηλότερα, σε ένα χωμάτινο κομμάτι που βγάζει σε ένα σημείο με μοναδική θέα κάτω από το Cristo Redentor, ένα άγαλμα όμοιο με εκείνο που κοσμεί φωτογραφίες από το Rio de Janeiro. Όμως δεν ήταν δυνατόν να προσεγγίσουμε αφού ο χωματόδρομος ήταν κλειστός, κατεστραμμένος από χιονόπτωση και παγετό, εάν κατάλαβα καλά από τα  όσα μου είπε ο συνοριοφύλακας όταν τον ρώτησα για την ανάβαση.  “Νο passe, destruido por hielo”.

Ο έλεγχος διαβατηρίων και οι τελωνειακές διατυπώσεις στο paso Libertadores ήταν χρονοβόρες διαδικασίες λόγω κοσμοσυρροής. Ξεκινήσαμε μετά από μια ώρα περίπου την κατάβαση προς τη Χιλιανή πρωτεύουσα, εγκαταλείποντας τα μεγάλα υψόμετρα οριστικά. Νοτιότερα η οροσειρά των Άνδεων ρίχνει πολύ το ύψος της, σχεδόν σβήνει και τα οδικά περάσματα έχουν χαραχθεί σε πολύ πιο γήινα υψόμετρα. Φθάσαμε στο Santiago όπου για την αναζήτηση χόστελ χρειαστήκαμε σχεδόν 2 ώρες! Μείναμε στη μητρόπολη μόλις δυο 24ωρα, μιας και την 2η ημέρα είχαμε το ραντεβού μας με το συνεργείο της Motoaventura για την αλλαγή ελαστικών, λαδιών και φίλτρου. Πέρα από αυτό δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια ακόμη μεγαλούπολη. Έτσι για την πρωτεύουσα δεν έχουμε να γράψουμε πολλά. Οι μόνες εντυπώσεις που αποκομίσαμε, εντελώς επιφανειακά από τη φευγαλέα ματιά που της ρίξαμε καθώς οδηγούσαμε στους δρόμους ορισμένων συνοικιών, είναι ότι δείχνει να είναι πιο προσεγμένη, πιο καθαρή και πιο σύγχρονη από το Buenos Aires.

Στις 15 Δεκεμβρίου αναχωρήσαμε από το Santiago. Αντί να τραβήξουμε κατευθείαν προς το νότο, κάναμε μια παράκαμψη προς τα δυτικά ώστε να φθάσουμε μέχρι την ακτογραμμή του ωκεανού, στην κωμόπολη Isla Negra. Προορισμός μας εκεί ήταν το σπίτι του νομπελίστα Pablo Neruda μετά από την παραίνεση του φίλου μας Hernan από το Buenos Aires. H οικία του Neruda γνωστή ως Casa de Isla Negra είναι ανοικτή προς το κοινό. Για την ιστορία του Neruda δεν θα γράψω κάτι, η Wikipedia θα τα πεί καλύτερα (http://en.wikipedia.org/wiki/Pablo_Neruda). Το σπίτι, χτισμένο σε ειδυλλιακή τοποθεσία και διαρρυθμισμένο από τον ποιητή εσωτερικά ώστε να αναπαριστά πλοίο, είναι καταπληκτικό. Φωτογράφιση στο εσωτερικό του δεν επιτρέπεται, ωστόσο εμείς καταφέραμε να τραβήξουμε αρκετές φωτογραφίες. Σεβόμενοι όμως την απαίτηση των διαχειριστών δεν θα τις δημοσιοποιήσουμε.

Βγαίνοντας σε μια από τις αυλές του σπιτιού ένας άντρας στεκόταν εκεί σαν να μας περίμενε. Τον κοίταξα και τότε σε άπταιστα ελληνικά μας χαιρέτησε. Ο Pablo Carrera είχε ζήσει 8 χρόνια στην Αθήνα. Όταν η κατάσταση με την οικονομία άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα επέστρεψε στην πατρίδα του, ένα χρόνο πριν. Η κουνιάδα του που δούλευε στην Casa de Isla Negra ήταν εκείνη που είχε συμπληρώσει τα στοιχεία μας κατά την είσοδο μας στο σπίτι, οπότε μόλις είδε πως ήμασταν Έλληνες τον φώναξε. Συζητήσαμε για αρκετή ώρα και διέκρινα μια νοσταλγία στο πρόσωπο του για την Ελλάδα. Μας προσκάλεσε για φαγητό το βράδυ, διότι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να φύγει για δουλειά. Τον ευχαριστήσαμε αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Μας έδωσε το κινητό του λέγοντας να τον καλέσουμε αν χρειαστούμε το οτιδήποτε. Gracias Pablo!

Φύγαμε από το σπίτι του Neruda οδηγώντας αργά μέσα από την πόλη και παραλιακά όταν αισθάνθηκα πως για κάποιο περίεργο λόγο, εκεί θα ήθελα πολύ να ζήσω για ένα διάστημα της ζωής μου. Δεν έχει κάτι το εντυπωσιακό, ούτε θα συγκαταλεγόταν στα πιο όμορφα μέρη που έχω συναντήσει, αλλά η περιοχή της Isla Negra εκπέμπει μια μοναδική γοητεία που δεν μπορώ να εξηγήσω.

Μετά από περίπου 160 χιλιόμετρα σε μια συμπαθητική επαρχιακή διαδρομή, πιάσαμε την ruta 5, το χιλιανό τμήμα της Panamericana Sur, όπου διεκπεραιωτικά πλέον καλύψαμε μια απόσταση 500 επιπλέον χιλιομέτρων μέχρι την Victoria με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην Talca. Από τις ωραίες στιγμές του ταξιδιού που μας έχουν μείνει, όταν προσπερνούσαμε αυτοκίνητα ή όταν μας προσπερνούσαν, οι Χιλιανοί έδειχναν φοβερό ενθουσιασμό μαζί μας και ήταν πάρα πολλές οι φορές που μας χαιρετούσαν με έντονες κινήσεις,  συχνά βγάζοντας το μισό τους σώμα (οι συνεπιβάτες) από τα παράθυρα των αυτοκινήτων και κουνώντας έντονα τα χέρια τους. To τι “Thumbs up” και χαμόγελα εισπράξαμε εκείνες τις 2 ημέρες δεν λέγεται.

Από την Victoria στραφήκαμε ανατολικά με κατεύθυνση την Αργεντινή σε μια όμορφη διαδρομή γεμάτη πράσινο, λιβάδια και κοπάδια αλόγων. Ήταν ξεκάθαρο πως μπαίναμε σε μια διαφορετική γεωλογική και κλιματική ζώνη γιατί η μεταμόρφωση του τοπίου ήταν σημαντική, κυρίως αφού περάσαμε τα σύνορα. Το οδοιπορικό μας αποκτούσε ξανά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μπαίναμε σε ένα νέο στάδιο του ταξιδιού, ξεκινούσαμε το κεφάλαιο που διεγείρει τη φαντασία κάθε ταξιδιώτη (οκ, τουλάχιστον τη δική μας), στο άκουσμα του ονόματος και μόνο.

Παταγονία! Είχαμε φθάσει.

Η Παταγονία αμέσως με το καλωσόρισμα μας έδειχνε το τι θα μας περίμενε στη συνέχεια. Οι όψεις της απεραντοσύνης αυτού του τόπου προκαλούν άλλοτε άγχος, άλλοτε θαυμασμό και άλλες φορές σου θυμίζουν ότι είσαι απλά ασήμαντος. Μείνε ταπεινός. Ο ουρανός είναι έτοιμος να σε καταπιεί. Οι πινακίδες στην άκρη του δρόμου φέρουν ένα σήμα κατατεθέν του τόπου αυτού: προειδοποιητικό κίτρινο πλαίσιο και στο κέντρο του μια καρικατούρα δέντρου που λυγίζει από τον άνεμο. Ο αέρας! Αυτός ο αέρας! Είναι τρομακτικό και απογοητευτικό μαζί να διαπιστώνεις πως είσαι εντελώς ανήμπορος να ελέγξεις τη μοτοσυκλέτα που χτυπιέται από ΑΥΤΟΝ τον άνεμο, πως χάνεις τη μάχη έτσι για πλάκα, πως η φύση σε κάνει ότι θέλει και σε πετάει από την μια άκρη του δρόμου στην άλλη, μέσα σε δευτερόλεπτα, έτσι απλά.

Κλικ εδώ για να δείτε και τις 60 φωτογραφίες απο το 3μερο.

Καταλήξαμε στη Zapala αφενός κουρασμένοι μετά από 660 χιλιόμετρα εκείνη τη μέρα, αφετέρου εμφανώς ενθουσιασμένοι. Όμως για να στήσουμε σκηνή με τέτοιο αέρα ούτε λόγος. Φάγαμε ένα μικρό χαστούκι όταν διαπιστώσαμε ότι σε αυτό το «κωλοχώρι», στη μέση του πουθενά, ο πιο φθηνός ξενώνας στοίχιζε 40 ευρώ για τους δυο μας. Αυτή η παράμετρος θα έδινε έξτρα ενδιαφέρον στη συνέχεια και θα απαιτούσε προσεκτική διαχείριση των ημερήσιων δρομολογίων. Από εκεί και κάτω, οι αποστάσεις μεταξύ χωριών ή πόλεων είναι τεράστιες. Πολλοί οικισμοί θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «κωλοχώρια στη μέση του πουθενά», ειδικά στην πλευρά της Αργεντινής. Αν παντού εκμεταλλεύονται αυτό το γεγονός και χρεώνουν τη βασική στοιχειώδη διαμονή ως είδος πολυτελείας (αλλιώς αν σε παίρνει συνέχισε), τότε θα πρέπει να έχουμε σύμμαχο τον καιρό για να μη τινάξουμε το budget στον αέρα, ώστε να μπορούμε να κατασκηνώνουμε. Ο καιρός όμως εκεί κάτω, σε εκείνη την άκρη του κόσμου, είναι πολύ σκληρός και εντελώς απρόβλεπτος ανεξαρτήτως εποχής. Είναι εξάλλου ένα από τα στοιχεία στα οποία η Παταγονία οφείλει μέρος της φήμης της.

Track log:

Σχολιάστε